- αλειαντος
- ἀλείαντος2неразмельченный, неразжеванный
(τροφή Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τροφή Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλείαντος — η, ο (Α ἀλείαντος, ον) [λειαίνω] νεοελλ. αυτός που δεν λειάνθηκε ή δεν μπορεί να λειανθεί, αγυάλιστος, τραχύς αρχ. (για τροφή) άλειωτος, αμάσητος … Dictionary of Greek
ἀλείαντον — ἀλείαντος unmasticated masc/fem acc sg ἀλείαντος unmasticated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειάντους — ἀλείαντος unmasticated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)